Τον περασμένο Δεκέμβρη
υποστήριξα το διδακτορικό μου, "When
users create industries, the case of Web-based applications",
γραμμένο στα αγγλικά με συνόψεις στα
γαλλικά.
Εκεί, πραγματεύομαι τη
δημιουργία των εφαρμογών Web συνδυάζοντας
δυο διαφορετικές προσεγγίσεις: αυτή
της βιομηχανικής ανάπτυξης κι εκείνη
της καινοτομίας. Συνήθως, αυτές οι
προσεγγίσεις δε συναντούνται. Αφ'ενός,
ο τομέας της διοίκησης της καινοτομίας
διερευνά το επίπεδο της επιχείρησης,
αφ'ετέρου οι οικονομικές μελέτες αναλύουν
το σύνολο της καινοτομίας. Οι δυο αυτές
προοπτικές συγκλίνουν όταν πλέον οι
επιπτώσεις τις καινοτομίας γίνονται
ορατές στο επίπεδο της οικονομίας
συνολικά. Ωστόσο, όπως έδειξε ο Clayton
Christensen με την σπουδή του, το δίλημμα του
καινοτόμου, τότε είναι πια αργά: η
απόκτηση των δεξιοτήτων που σχετίζονται
με μια καινοτομία απαιτεί χρόνο και
τριβή, κι όταν εκείνη αποκτά οικονομικό
αντίκτυπο οι επιχειρήσεις που δεν έχουν
εμπλακεί ως τότε, απλά χρεοκοπούν.
Πέρα όμως από αυτή την
παρατήρηση, ο Christensen δεν διερεύνησε την
ίδια την ανάδυση των καινοτομιών, αφού
το επίπεδο ανάλυσής του παρέμεινε εκείνο
των επιχειρήσεων.
Στο διδακτορικό μου
ξεκίνησα με τη θεώρηση των εφαρμογών
Web από μια βιομηχανική σκοπιά. Καθ'αυτή
η προσέγγιση ήταν πρωτότυπη και αρκετά
ριψοκίνδυνη: το 2008, όσοι ασχολούνταν με
το Web από την ακαδημαϊκή σκοπιά στον
ευρύτερο τομέα των κοινωνικών επιστημών,
έμεναν στο επίπεδο της επικοινωνίας
(πχ. Social Media). Στην καλύτερη περίπτωση,
έρευνες που αφορούσαν στο βιομηχανικό
επίπεδο αντιμετώπιζαν το Web – και
κατ'επέκταση τις τεχνολογίες πληροφορίας
– ως άλλο ένα εργαλείο που έρχεται να
υπηρετήσει τους υπάρχοντες τρόπους
διοίκησης, τα υπάρχοντα κριτήρια
αποδοτικότητας κ.ο.κ.
Ταυτόχρονα, όσον αφορά
το business model επιχειρήσεων όπως η Google ή το
Facebook, όλοι έμεναν στο “προφανές” του
διαφημιστικού μοντέλου: οι εφαρμογές
παρέμεναν αόρατες, μέχρι την έκρηξη των
smartphones.
Από την άλλη, πέρα από
αυτές τις επιχειρήσεις, που για πολλούς
παραμένουν “άπιαστες”, είναι αλήθεια
ότι οι “κλασσικές” επιχειρήσεις λίγα
καταλάβαιναν από όσα γίνονταν.
Χαρακτηριστικά, ένα στέλεχος μιας
μεγάλης επιχείρησης του ευρύτερου
κλάδου μου είχε πει σε μια συνέντευξη,
καθησυχαστικά, ότι τα έσοδα του Facebook
είναι ακόμα ασήμαντα, σε σχέση μ'αυτά
των εγκαθιδρυμένων πολυεθνικών.
Τρίτη δυσκολία ήταν το
γεγονός ότι, καθόσον η έρευνά που
προχωρούσε, “έβγαιναν στη φόρα” τα
next big things... Σε ένα συγκεκριμένο μικρόκοσμο,
όλοι φαίνονταν να ψάχνουν το άλογο που
θα κέρδιζε την κούρσα.
Αυτό που με βοήθησε να
ξετυλίξω το μίτο των εφαρμογών από μια
βιομηχανική σκοπιά ήταν το υποκείμενο:
ο developer (αναπτυχτής;;;): οι developers ξεκινούν
από μια προσωπική σκοπιά, και χρησιμοποιούν
τις δεξιότητές τους για να δημιουργήσουν
κάτι που έχει νόημα για τους ίδιους. Η
καινοτομία είναι λοιπόν, σ'αυτή την
πρώτη φάση, μια διαδικασία προσωπικής
έκφρασης, αλλά επίσης και ανάπτυξης της
προσωπικότητας. Δημιουργώντας εφαρμογές,
ο developer δημιουργεί και μια νέα ταυτότητα
για τον ίδιο. Αυτή η διαδικασία δεν
γίνεται όμως στη βάση ενός επιθυμητού
αποτελέσματος: η απόκτηση δεξιοτήτων
καθώς και η διερεύνηση των δυνατοτήτων
μιας τεχνολογίας αποτελεί συχνά
αυτοσκοπό... Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις,
διαφαίνεται και μια εμπορική δυνατότητα.
Μια τέτοια προοπτική καλεί, εκ νέου, σε
ένα μετασχηματισμό τόσο της καινοτομίας,
όσο και της προσωπικότητας, που έχει
δημιουργηθεί στη διαδρομή: μια εμπορική
σχέση μένει να δημιουργηθεί, και οι
προδιαγραφές πλέον εξαρτιούνται όχι
απλά από το δημιουργό αλλά και από τον
(εν δυνάμει) πελάτη. Αρχίσει λοιπόν μια
διαδικασία “καινοτομίας για τον άλλο”,
που είναι καθ'αυτή μια δοκιμασία.
Έτσι, οδηγούμαστε
σιγά-σιγά στη φάση της “ομιχλώδους
οικονομίας”, που χαρακτηρίζεται από
δυο συνυπάρχουσες καταστάσεις: αφ'ενός,
ένα μέρος των δυνατοτήτων μιας τεχνολογίας
μένει να εξερευνηθεί, δημιουργώντας το
χώρο για την καινοτομία ως τρόπο έκφρασης,
που προανέφερα. Αφ'ετέρου, ένα άλλο μέρος
εξορθολογικεύεται, εφευρίσκοντας νέα
κριτήρια αποδοτικότητας, νέες αξίες
χρήσεις, νέες αγορές κ.ο.κ. Αυτή η φάση
χαρακτηρίζεται από την απουσία μιας
συνολικής σύνθεσης και τον διαρκή
μετασχηματισμό των υποκειμένων, των
τεχνολογιών, των μορφών οργάνωσης και
των αγορών. Στο βαθμό που θα αναδυθεί
μια συνολική σύνθεση, τότε θα αρχίσουμε
να βλέπουμε δομές της οικονομίας που
είναι πιο “οικείες” τόσο στην επιστήμη
της διοίκησης όσο και σ'αυτή της
οικονομίας (δηλ. Επιχειρήσεις, καταναλωτές,
προμηθευτές κ.ο.κ), στη βάση ενός
καταμερισμού εργασίας. Όμως σήμερα στο
Web, ο καταμερισμός εργασίας μένει σε
μεγάλο βαθμό άγνωστος, προς εφεύρεση...
Στο διδακτορικό μου
δοκίμασα το μοντέλο που περιέγραψα
παραπάνω σε τρεις άλλους βιομηχανικούς
τομείς, χρησιμοποιώντας ιστορικές
μελέτες αυτή τη φορά. Η περίπτωση του
ραδιοφώνου, του mainframe καθώς και του PC
επαληθεύουν αυτή την πορεία των πραγμάτων.
Μια πορεία που ωστόσο δεν είναι γραμμική,
καθώς, πριν μια συνολική σύνθεση
επικρατήσει, είναι εφικτό να επιστρέψει
κανείς στην πρότερη φάση, εκείνη της
καινοτομίας ως μέσο έκφρασης.
Στο επίπεδο της διοίκησης,
αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος καινοτομίας
(που διαφέρει από την κλασσική μέθοδο
των τμημάτων R&D), απαιτεί με τη σειρά
του αντίστοιχους τρόπους διοίκησης,
λιγότερο προσανατολισμένους προς το
“output” και περισσότερο προς την ίδια
τη διαδικασία, μια διαδικασία που
μπορούμε να αναλύσουμε με όρους
“συμπόνιας” (empathy).