Συνέντευξη στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων.
ΕΡ:
Εξακολουθεί στην εποχή μας να ισχύει
το μοντέλο του ατομικού εφευρέτη-μεγαλοφυίας
ή πλέον η εφεύρεση και η καινοτομία
είναι μια ομαδική-συμμετοχική-κοινωνική
υπόθεση;
ΑΠ:
Αυτό το μοντέλο έχει πάψει να υπάρχει
ήδη από τον 20ό αιώνα. Με την εφεύρεση
της μεγάλης επιχείρησης, που περιλαμβάνει
τα κέντρα Έρευνας κι Ανάπτυξης (R&D),
καθώς και με την εγκαθίδρυση -κυρίως
μεταπολεμικά- αυτού που ονομάζουμε
"Κυρίαρχο Σχέδιο" σε σειρά οικονομικών
κλάδων, αλλά και ελλείψει μεγάλων
επιστημονικών τομών, η καινοτομία έγινε
μια υπόθεση συστηματικού σχεδιασμού,
έρευνας και ανάπτυξης βιομηχανικών
προϊόντων, που - στα γενικά τους
χαρακτηριστικά - λίγο διέφεραν μεταξύ
τους.
Αυτό
σήμερα αλλάζει με τον ολοένα αυξανόμενο
αριθμό νέων τεχνολογιών: εκτυπωτές
τριών διαστάσεων, λογισμικό, αισθητήρες,
ηλεκτρικά στροφεία χαμηλού κόστους
και, φυσικά, το διαδίκτυο. Σήμερα μιλάμε
περισσότερο για "οικοσυστήματα
καινοτομίας" και πολλές εφευρέσεις
προέρχονται επίσης από μικρές ομάδες
"αναπτυσσόντων" (développeurs),
αλλά και από επιχειρήσεις που ξέρουν
να συνεργάζονται μαζί τους.
ΕΡ:
Υπάρχει κάποια εκτίμηση για το πόσοι
περίπου εφευρέτες υπάρχουν σήμερα στην
Ελλάδα; Πρέπει να θεωρούμε κάτι διαφορετικό
την εφεύρεση από την καινοτομία;
ΑΠ:
Είναι δύσκολο να έχει κάποιος μια
εκτίμηση του αριθμού των επιχειρήσεων
ή των ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν
ως εφευρέτες. Τα τελευταία δέκα χρόνια
είχαμε λίγο πάνω από 8.000 διπλώματα
ευρεσιτεχνίας με αρχική κατάθεση στη
χώρα μας, ωστόσο αρκετά από αυτά αφορούν
παραρτήματα πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα
με τα συγκριτικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού
Γραφείου Πατεντών, η Ελλάδα κατατάσσεται
σήμερα στην 45η θέση από πλευράς καταθετών.
Καλύτερα από την Κύπρο (50ή), αλλά χειρότερα
από την Πολωνία (23η) ή το Λιχτενστάιν
(33ο).
Γενικά,
η κατοχύρωση δικαιωμάτων βιομηχανικής
ιδιοκτησίας απαντάται σε κλάδους που
έχουν ένα δυναμισμό, όπως είναι π.χ. ο
ιατροφαρμακευτικός κλάδος στην Ελλάδα.
Η
καινοτομία σχετίζεται κυρίως με την
παραγωγή νέων αξιών (χρήσης, ανταλλακτικών),
ενώ η εφεύρεση κυρίως με την επινόηση
νέων μηχανισμών, διεργασιών κ.ο.κ., που
έχουν μια τεχνική αξία. Στην Ελλάδα η
καινοτομία επικεντρώνεται κυρίως στην
εμπορική δραστηριότητα καθαυτή (πχ.
νέοι τρόποι προώθησης προϊόντων), η
οποία σπάνια καλύπτεται από το πλαίσιο
της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
ΕΡ:
Τι «φρενάρει» τις καινοτομίες στην
Ελλάδα; Τι παραπάνω έχουν ή κάνουν άλλες
χώρες;
ΑΠ:
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα
δεν έχει μια παράδοση ανταγωνιστικότητας
στο σχεδιασμό και στην παραγωγή
τεχνολογιών και προϊόντων, αν και πάντα
υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως πχ. στον τομέα
των ηλεκτρικών μηχανών και γεννητριών,
στον τομέα της πληροφορικής, στα
φαρμακευτικά προϊόντα κ.ά. Συνολικά
όμως, τόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις
όσο και οι αγρότες αγοράζουν τα μηχανήματα
και τα προϊόντα τους σε μεγάλο βαθμό
από το εξωτερικό. Αυτό αντανακλάται και
στη βιομηχανική ιδιοκτησία.
Από
εκεί και πέρα, θεωρώ ότι οι επιχειρήσεις,
τόσο οι δημόσιες όσο και οι ιδιωτικές,
έχουν υποχρέωση να επενδύσουν στην
έρευνα, η οποία οδηγεί στις εφευρέσεις
και, τελικά, στην καινοτομία. Οι δαπάνες
για την έρευνα στην Ελλάδα όμως κινούνται
στα ... όρια του στατιστικού λάθους (κάτω
από 1% του ΑΕΠ). Την ίδια στιγμή, υπάρχουν
χιλιάδες νέοι επιστήμονες, υψηλής
κατάρτισης, που μένουν εκτός αγοράς
εργασίας και μεταναστεύουν στο
εξωτερικό...
ΕΡ:
Έχετε κάποιες ιδέες για το πώς θα μπορούσε
να τονωθεί η κουλτούρα της καινοτομίας
στη χώρα μας και η υλοποίησή της στην
πράξη;
ΑΠ:
Η κουλτούρα μπορεί να τονωθεί, νομίζω,
στο επίπεδο πρωτίστως της ...κουλτούρας.
Στον τομέα του πολιτισμού θεωρώ ότι
παράγονται νέα πράγματα. Επίσης υπάρχει
και μια κουλτούρα καινοτομίας σε μια
πληθώρα τεχνολογικών κοινοτήτων. Έπειτα,
στις εκδηλώσεις που έχει κάνει ο ΟΒΙ το
τελευταίο διάστημα, υπήρχε μεγάλη
συμμετοχή από στελέχη επιχειρήσεων,
ερευνητές και κρατικούς λειτουργούς.
Αισθάνομαι
ότι υπάρχει μια σημαντική διάθεση για
μια αλλαγή νοοτροπίας στο επίπεδο του
παραγωγικού μοντέλου, αλλά μια τέτοια
αλλαγή παίρνει χρόνο. Στον ΟΒΙ προσπαθούμε
να συμβάλουμε στην καλλιέργεια χώρων
και κοινοτήτων καινοτομίας, που να
επεξεργάζονται συλλογικά τρόπους για
μια τέτοια μετάβαση.
ΕΡ:
Η κρίση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια
τι ρόλο έπαιξε στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας;
ΑΠ:
Οι συνέπειες της κρίσης είναι πολύ
ορατές. Το 2009 υπήρξε μια χρονιά που
σημειώθηκε ραγδαία μείωση 10,4% των τίτλων
βιομηχανικής ιδιοκτησίας σε σχέση με
το 2008. Στη συνέχεια υπήρξε μια σταθερή
αρνητική πορεία, με σημαντικότερες
πτώσεις στα έτη 2012 (-6%) και 2014 (-6%).
Οι
τίτλοι της βιομηχανικής ιδιοκτησίας
"έρχονται από τα έξω", με την έννοια
ότι η συντριπτική πλειονότητα των τίτλων
αυτών ανήκουν σε διεθνείς επιχειρήσεις,
που κατοχυρώνουν τα δικαιώματά τους σε
ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο επίπεδο κι
έπειτα επιλέγουν αγορές όπου θα ισχύουν
τα δικαιώματα αυτά. Τα στοιχεία του ΟΒΙ
αντανακλούν έμμεσα το βαθμό στον οποίο
ξένες καινοτόμες επιχειρήσεις επιλέγουν
να κινηθούν στην ελληνική αγορά και
ελάχιστα τις εφευρέσεις που συλλαμβάνονται
στην Ελλάδα.
Για
το μέλλον, αυτό που μας ενδιαφέρει στον
ΟΒΙ είναι να συμβάλουμε, ώστε το σύστημα
της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τόσο όσον
αφορά την κατοχύρωση αλλά και όσον αφορά
τη διάχυση της γνώσης, να βοηθήσει τις
ελληνικές επιχειρήσεις και τις ομάδες
εφευρετών να προχωρήσουν στην καινοτομία.
ΕΡ:
Υπάρχει κάποιο μέγεθος που ευνοεί τη
γέννηση καινοτομιών ή τελικά το μέγεθος
δεν μετράει;
ΑΠ:
Γενικά, στο επίπεδο μιας οικονομίας, η
καινοτομία είναι ξεκάθαρα ανάλογη της
επένδυσης στην έρευνα. Συγκεκριμένα
όμως, στο επίπεδο μιας επιχείρησης, η
έρευνα χρειάζεται να συνδυαστεί με το
σχεδιασμό προϊόντων ή τεχνολογιών για
να μπορεί να δημιουργήσει νέες αξίες.
Οι μικρές ομάδες αναπτυσσόντων είναι
πολύ πιο ευέλικτες και ευρηματικές από
τους μεγάλους οργανισμούς, ωστόσο οι
τελευταίοι έχουν τους πόρους και μπορούν
να οργανώσουν την εκμετάλλευση μιας
καινοτομίας πολύ πιο αποτελεσματικά.
Η καινοτομία προϋποθέτει και τον
οργανωσιακό μετασχηματισμό, την
αναδιάταξη των ιεραρχιών, κάτι που την
κάνει πιο δυσάρεστη στην πράξη απ' ό,τι
στα λόγια.
ΕΡ:
Σε ποιο βαθμό η τεχνολογική καινοτομία
πρέπει να είναι «δουλειά» του κεντρικού
κράτους, ειδικά στην Ελλάδα;
ΑΠ:
Προσωπικά πιστεύω ότι η τεχνολογική
καινοτομία είναι μια διάσταση που
αγγίζει και την ίδια τη λειτουργία του
κράτους, π.χ. στο επίπεδο της μηχανοργάνωσης
και του εξορθολογισμού. Έπειτα, το κράτος
ελέγχει το θεσμικό πλαίσιο των δημόσιων
επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να
επενδύουν περισσότερα στην έρευνα.
Ο
σχεδιασμός και η ανάπτυξη τεχνολογιών
θα μπορούσε επίσης να είναι ένα κριτήριο
επιλογής σε δημόσια έργα. Γνωρίζω, για
παράδειγμα, ότι στο φετινό σχεδιασμό
των ΕΣΠΑ λήφθηκε υπόψη και η διάσταση
της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
Από
εκεί και πέρα, στο επίπεδο του σχεδιασμού
για την καινοτομία, θεωρώ σημαντικό να
δοθεί προτεραιότητα σε εγχειρήματα
μικρού μεγέθους, που ανταποκρίνονται
στις πραγματικές δυνατότητες της
ελληνικής παραγωγής και που να διερευνούν
έναν "ελληνικό τρόπο" για την
τεχνολογική καινοτομία, παρά σε μεγάλα
εγχειρήματα που ξεπερνούν κατά πολύ
την ελληνική τεχνογνωσία και κινδυνεύουν
να χρησιμοποιηθούν ελάχιστα στο μέλλον.
Η καινοτομία δεν είναι όμως αποκλειστική
υπόθεση του κράτους.
ΕΡ:
Ο αντίλογος στην προστασία της
βιομηχανικής/πνευματικής ιδιοκτησίας
είναι ότι «πνίγει» την καινοτομία. Ένα
καθεστώς πιο ελεύθερης αξιοποίησης των
εφευρέσεων και καινοτομιών μήπως θα
ήταν πιο ωφέλιμο για την κοινωνία;
ΑΠ:
Εξ ορισμού, η βιομηχανική ιδιοκτησία
εμποδίζει κάποιον άλλο από το να
εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που δίνει
μια εφεύρεση, είναι ένας τρόπος προστασίας
μιας επένδυσης. Έπειτα, κυρίως μέσα από
την επέκταση του διαδικτύου, εφευρέθηκαν
και άλλοι τρόποι προστασίας της
πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως το ελεύθερο
λογισμικό ή τα commons.
Αυτού του τύπου η πνευματική ιδιοκτησία
αναφέρεται σε διασυνδεδεμένες κοινότητες
αναπτυσσόντων (développeurs)
τεχνολογιών, οι οποίοι επενδύουν κυρίως
τον προσωπικό τους χρόνο και θέλουν να
διαφυλάξουν αυτό που παράγεται από
κοινού.
Πιο
πρόσφατα, έχουν προκύψει και υβριδικά
μοντέλα. Συνολικά, θα έλεγα ότι το σύστημα
της πνευματικής και της βιομηχανικής
ιδιοκτησίας βρίσκεται σε ένα στάδιο
μετασχηματισμού διεθνώς και καθένας
οφείλει να δει ποιά στρατηγική τον
συμφέρει καλύτερα. Ωστόσο, δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι, σε κάθε περίπτωση, το
σύστημα είναι σχεδιασμένο για να διαδίδει
την τεχνογνωσία στο δημόσιο χώρο και
να μην παραμένει μυστική.
ΕΡ:
Χρειάζεται κάποιες αλλαγές, π.χ. μείωση
κόστους, το σύστημα κατοχύρωσης της
διανοητικής/βιομηχανικής ιδιοκτησίας
στην Ελλάδα;
ΑΠ:
Σίγουρα αισθανόμαστε την ευθύνη της
διαμόρφωσης εναλλακτικών προτάσεων σε
θεσμικό επίπεδο, που να ανταποκρίνονται
στις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής
οικονομίας και που να λαμβάνουν υπόψη
τους τους
μετασχηματισμούς που έχουν υπάρξει
διεθνώς. Το κόστος όμως δεν είναι το
σημαντικότερο, αν σκεφτεί κανείς τα
δικαιώματα που απολαμβάνουν οι εφευρέτες.
Δεν
είναι ανάγκη να κατοχυρώσει κάποιος
ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αν δεν έχει
επενδύσει σημαντικά. Υπάρχουν άλλοι
τίτλοι, πιο φτηνοί, όπως το Πιστοποιητικό
Υποδείγματος Χρησιμότητας (ΠΥΧ), που
μπορούν να καλύψουν πολλές ανάγκες.
Πέρα από τις δημόσιες εκδηλώσεις που
συνδιοργανώνει με διάφορους φορείς, ο
ΟΒΙ διαθέτει υπηρεσία "μιας στάσης",
όπου το κοινό μπορεί να ενημερώνεται
καθημερινά για τις διάφορες δυνατότητες
που δίνουν οι τίτλοι βιομηχανικής
ιδιοκτησίας και τις προϋποθέσεις
απόκτησής τους.
Παύλος
Δρακόπουλος
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα
ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ και παραχωρούνται
σε συνδρομητές μόνον για συγκεκριμένη
χρήση.